- ευθυγραμμία
- η [ευθύγραμμος]1. η διάταξη σε ευθεία γραμμή («ευθυγραμμία δενδροστοιχίας»)2. (τοπογρ.) η εργασία με την οποία προσδιορίζεται στο έδαφος η τομή του με το κατακόρυφο επίπεδο που περνά από δύο σημεία τού εδάφους.
Dictionary of Greek. 2013.